-
1 πίτνημι
A spread out, ἠέρα πίτνα ([dialect] Ep. [tense] impf.) Il.21.7; πιτνὰς εἰς ἐμὲ χεῖρας stretching out his arms to me, Od.11.392; πίτναν τ' ἐς αἰθέρα χεῖρας ([tense] impf.) Pi.N.5.11;πίτνατε λεπταλέας στολίδας AP10.6
(Satyr.): metaph., excite, flutter,τὸ λεῖον φαλακρὸν ἡδονῇ πιτνάς S.Ichn.359
:—[voice] Pass.,ἀμφὶ δὲ χαῖται.. πίτναντο Il.22.402
; (lyr.);πίτνατο.. παστὸς θαλάμων AP7.711
(Antip.):—also [full] πίτνω, onlyἔπιτνον ἀλωήν Hes.Sc. 291
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πίτνημι
См. также в других словарях:
πίτνημι — Α (ποιητ. τ.) 1. εκτείνω, απλώνω («πίτναν τ ἐς αἰθέρα χεῑρος», Πίνδ.) 2. μτφ. εξεγείρω, ερεθίζω («τὸ λεῑον φαλακρὸν ἡδονῆ πιτνάς», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο αθέματος ενεστ. πίτ νη μι έχει σχηματιστεί με ενεστ. επίθημα νη μι (πρβλ. δάμ νη μι) από τη… … Dictionary of Greek